ἀσαφῶς

ἀσαφῶς
ἀσαφής
indistinct
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κἀσαφῶς — ἀσαφῶς , ἀσαφής indistinct adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀσαφῶς — ἀσαφῶς , ἀσαφής indistinct adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • εσκεπασμένως — ἐσκεπασμένως (AM) επίρρ. ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεπασμένος, μτχ. παρακμ. τού σκεπάζομαι*] …   Dictionary of Greek

  • εσκοτισμένος — ἐσκοτισμένος, η, ον (AM) 1. σκεπασμένος από σκοτάδι 2. αυτός που βρίσκεται στο πνευματικό ή ηθικό σκοτάδι, που δεν σκέφτεται καθαρά. επίρρ... ἐσκοτισμένως ασαφώς …   Dictionary of Greek

  • ηεροειδής — ἠεροειδής, ές (Α) (ιων. και επ. τ. τού αχρ. αεροειδής) 1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές θολά, όχι καθαρά, ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ,… …   Dictionary of Greek

  • κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… …   Dictionary of Greek

  • κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… …   Dictionary of Greek

  • κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ …   Dictionary of Greek

  • λυγαίος — (I) λυγαῑος, αία, ον (Α) [λύγη] 1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία ονομασία μιας πόας. επίρρ... λυγαίως (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως». (II) ο ζωολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”